- αλαφροσύνη
- η [αλαφρός]1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα2. αμεριμνησία, ευθυμία3. επιπολαιότητα, ανοησία4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαφρός — ιά, ιό ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. τού ουδετέρου (τα ελαφρά τα ‘λαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (τής λέξης) λόγω κακού χωρισμού: τ’ αλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από… … Dictionary of Greek
ελαφροσύνη — η αλαφροσύνη … Dictionary of Greek